- κοχλακώδης
- κοχλᾱκ-ώδης, ες,A gravelly, Thphr.HP9.9.6.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κοχλακώδης — κοχλακώδης, ῶδες (Α) γεμάτος χαλίκια («ὀρεινὰ χωρία κοχλακώδη», Θεόφρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κόχλαξ, α κ ος + κατάλ. ώδης (πρβλ. αμμ ώδης, πετρ ώδης)] … Dictionary of Greek